σκοτεινον

σκοτεινον
    σκοτεινόν
    I
    τό тьма
    

ἀνὰ τὸ σ. Thuc. — в темноте

    II
    adv. досл. в потемках, перен. в безвестности
    

(ζῆν Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκοτεινον" в других словарях:

  • Σκοτεινόν — Πεδινός οικισμός (108 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Γουβών …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • моркий — маркий, легко загрязняющийся , владим. (Даль). От марать. Ср. греч. μορύσσω пачкаю, загрязняю , μόρυχος темный , μοριφόν ̇ σκοτεινόν, μέλαν (Гесихий); см. Сольмсен, Jagic Festschrift 577; Гофман, Gr. Wb. 205; Бернекер 2, 18 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • сумрак — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σκότος, τὸ σκοτεινόν) сумерки; (γνόφος) мрак, темнота …   Словарь церковнославянского языка

  • ONOCENTAURUS — animal ex saino et homine mixtum, memoratur Nonno Dionysiac. l. 14. v. 193. et Aelinao de Animal. l. 17. c. 9. Crateti Pergameno, ex Pythagora, describitur, ut verum animal; cui humanum os, collum item et pectus, humeri, brachia, manus; muliebres …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRESSUS Color — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. Imo omni conchyliô pressior, qua colla florent; Latine dieitur, qui alias saturus aut saturatus, Graece κατακορὲς, quô nomine intensiorem colorem et minime dilutum appellant. Myrteum et Pressum cundem faciunt.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • μοριφόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν» …   Dictionary of Greek

  • νούθος — νοῡθος και νουθός, ὁ (Α) ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • νυθός — νυθός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νυθὁν ἄφωνον, σκοτεινόν» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»